- πίνυσις
- -ήσεως, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «σύνεσις».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίνυσις — prudence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπνυμαι — Α 1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω 2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος β) (για πράγματα) είμαι σωστός 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι οι έμπειροι 5. φρ.… … Dictionary of Greek